- ἀπήνεια
- ἀπήνεια, ἡ, ([etym.] ἀπηνής)A rudeness, discourtesy, Thphr.Char.15.1: in pl., A.R.2.1202.2 stiffness, Heliod. ap. Orib.44.23.56, Sor.1.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπηνείᾳ — ἀπηνείᾱͅ , ἀπήνεια rudeness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήνεια — ἀπήνεια, η (Α) 1. σκληρότητα, βαρβαρότητα 2. (στον λόγο) τραχύτητα … Dictionary of Greek
ἀπήνεια — rudeness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηνείας — ἀπηνείᾱς , ἀπήνεια rudeness fem acc pl ἀπηνείᾱς , ἀπήνεια rudeness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηνείῃσιν — ἀπήνεια rudeness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνειαν — ἀπήνεια rudeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απηνής — ές (AM ἀπηνής) σκληρός, αμείλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β συνθετικό η σύνδεση… … Dictionary of Greek